καλοσυνάτος

καλοσυνάτος
-η, -ο
(Μ καλοσυνάτος) [καλοσύνη]
1. καλός, γαλήνιος, ήπιος, μαλακός (α. «καλοσυνάτο παιδί» β. «καλοσυνάτος καιρός»)
2. (για πληγή) αυτός που είναι σε στάδιο επουλώσεως, βελτιώσεως.
επίρρ...
καλοσυνάτα
με καλοσύνη με καλή καρδιά, καλοπροαίρετα («και πάλ' εγώ να κάμω καλοσυνάτα ό,τι μπορώ» Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοσυνάτος — η, ο επίρρ. α που έχει καλοσύνη, γαλήνιος, ήπιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλωσυνάτος — η, ο βλ. καλοσυνάτος …   Dictionary of Greek

  • λούδρος — λοῡδρος, α, ον (Μ) 1. πονηρός, κατεργάρης 2. πρόσχαρος, καλοσυνάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ludro] …   Dictionary of Greek

  • Λουίζα της Ορλεάνης — (Luise Marie d’Orleans, Παλέρμο 1812 – Οστάνδη 1850). Βασίλισσα του Βελγίου (1832 50). Ήταν κόρη του Λουδοβίκου Φιλίππου, βασιλιά της Γαλλίας, ενώ το 1832 παντρεύτηκε τον Λεοπόλδο Α’, βασιλιά του Βελγίου. Ο καλοσυνάτος χαρακτήρας της κέρδισε την… …   Dictionary of Greek

  • μαλαματένιος, -ια, -ιο — 1. ο κατασκευασμένος με μάλαμα, χρυσάφι, ο χρυσός: Της δώρισε ένα μαλαματένιο βραχιόλι. 2. μτφ., ευγενικός, αγαθός, καλοσυνάτος: Μας σκλάβωσε η μαλαματένια του καρδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”